- ντάμπι(ν)γκ
- το άκλ.1. (οικον.) εξαγωγή και πώληση εμπορευμάτων σε ξένες χώρες σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές τού εσωτερικού και τις διεθνείς τιμές ή και κάτω τού κόστους, με σκοπό τον παραμερισμό τών ανταγωνιστών2. ιατρ. σύνδρομο το οποίο κυρίως εμφανίζεται μετά τη λήψη τροφής σε άτομα που έχουν υποβληθεί σε μερική γαστρεκτομή και το οποίο έχει ως κυριότερο σύμπτωμα τη διάρροια.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dumping πιθ. < ολλανδικό dompen «βυθίζω, πέφτω, καταρρέω»].
Dictionary of Greek. 2013.