ντάμπι(ν)γκ

ντάμπι(ν)γκ
το άκλ.
1. (οικον.) εξαγωγή και πώληση εμπορευμάτων σε ξένες χώρες σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές τού εσωτερικού και τις διεθνείς τιμές ή και κάτω τού κόστους, με σκοπό τον παραμερισμό τών ανταγωνιστών
2. ιατρ. σύνδρομο το οποίο κυρίως εμφανίζεται μετά τη λήψη τροφής σε άτομα που έχουν υποβληθεί σε μερική γαστρεκτομή και το οποίο έχει ως κυριότερο σύμπτωμα τη διάρροια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dumping πιθ. < ολλανδικό dompen «βυθίζω, πέφτω, καταρρέω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα Έκταση: 82.880 τ. χλμ Πληθυσμός: 2.407.460 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Άμπου Ντάμπι (398.695 κάτ. το 1995)Κράτος της Αραβικής Χερσονήσου στην είσοδο του Περσικού κόλπου. Συνορεύει στα ΝΔ με τη Σαουδική Αραβία …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”